οσφυαλγώ

οσφυαλγώ
(Α ὀσφυαλγῶ, -έω) [οσφυαλγής]
πάσχω από οσφυαλγία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • οσφυαλγώ — πάσχω από οσφυαλγία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”